córifa - ορισμός. Τι είναι το córifa
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι córifa - ορισμός


corif-      
el.comp. antepositivo, do gr. korupheé,ês 'cume, cimo, vértice, cocuruto'; ocorre já em voc. orign. gregos, como corifena ( korúphaina ) e corifeu ( koruphaîos ), este último atestado no vern. desde o início do sXVI, já em cultismos, preferentemente das biociências, do sXIX em diante: córifa , corífea , coriféia , corifela , corifemo , corifena-porta-leque , corifênida , corifenídeo , corifeno , corífeo , corífodon / corifodonte , corifodôntida , corifodontídeo , corifóidea , corifóideo
Corifa      
f.
Gênero de palmeiras.
(Do gr. koruphe, vértice)
córifa      
s.f. (-1899 cf. CF 1 ) -angios design. comum às plantas do gên. Corypha , da fam. das palmas, nativas de regiões tropicais da Ásia à Austrália, com seis spp., de folhas palmadas, que florescem apenas uma vez e são cultivadas como ornamentais, como, p.ex., o talipote
-etim lat.cien. gên. Corypha (1736); ver corif- ; f.hist. 1899 corypha